- εὐσύλληπτος
- εὐσύλληπτοςeasily takenmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευσύλληπτος — εὐσύλληπτος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που γίνεται εύκολα κατανοητός 2. (για την αναπαραγωγή) αυτός που συλλαμβάνει εύκολα το σπέρμα αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐσύλληπτον η ευκολία στη σύλληψη, η εύκολη γονιμοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συλ ληπτος (< συλ… … Dictionary of Greek
εὐσύλληπτον — εὐσύλληπτος easily taken masc/fem acc sg εὐσύλληπτος easily taken neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσυλληπτότεραι — εὐσύλληπτος easily taken fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσυλληπτότερος — εὐσύλληπτος easily taken masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσύλληπτα — εὐσύλληπτος easily taken neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσύλληπτοι — εὐσύλληπτος easily taken masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)